- Ἀετίου
- Ἀέτιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αετιανοί — Οι οπαδοί του αιρετικού Αέτιου (βλ. λ., 1.). Οι Α. είχαν αλλοιώσει τις απόψεις του Αέτιου και πίστευαν σε επιπρόσθετες δοξασίες. Τους Α. καταδίκασε η B’ Οικουμενική Σύνοδος (381) … Dictionary of Greek
Βαλεντινιανός — (Valentinian). Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ (Σλαβονία 321 – 375 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (364 375). Γιος ασήμαντου αξιωματικού, έγινε αυτοκράτορας κατ’ απαίτηση του στρατού. Ο αδελφός του Βαλέντιος έγινε… … Dictionary of Greek
Minuscule 178 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 178 Name Angelicus Text Gospels Date 12th century Script … Wikipedia
Minuscule 774 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 774 Text Gospels Date 11th century Script Greek … Wikipedia
Minuscule 87 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 87 Name Codex Trevirensis Text Gospel of John Date 11th century … Wikipedia
αεροπός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Απόγονος του Τημένου, που ανήκε στο γένος των Ηρακλειδών, και αδελφός του Περδίκκα, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας. Μαζί με τον Περδίκκα κι έναν τρίτο αδελφό, τον Γαυάνη, ο Α. είχε καταφύγει στη Λέβαια της Μακεδονίας από… … Dictionary of Greek
δοξογράφοι — Συγγραφείς της αλεξανδρινής και της ρω μαϊκής εποχής, οι οποίοι με τα γραπτά τους μεταβίβασαν τις θεωρίες (δόξες) των αρχαίων φιλοσόφων στους μεταγενέστερους. Υπό αυτή την έννοια, διακρίνονται από τους βιογράφους, τους σχολιαστές κλπ. Ως πρώτοι δ … Dictionary of Greek
Αμόριον — Πόλη της Φρυγίας, το σπουδαιότερο φρούριο του Θέματος των Ανατολικών και πατρίδα του αυτοκράτορα Θεόφιλου και της δυναστείας του. Οι Άραβες, με αρχηγό τους τον χαλίφη Μοτασέμ, το κατέλαβαν το 838 μ.Χ. ύστερα από γενναία άμυνα του στρατηγού Αέτιου … Dictionary of Greek
Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… … Dictionary of Greek
Θεοδώριχος — I (Thierry). Όνομα βασιλιάδων των Φράγκων. 1. Θ. Α’ ή Παλαιός (486 – 534). Βασιλιάς της Ρενς (511 534). Ήταν νόθος γιος του Κλόβη (Χλοδοβίκου). Αγωνίστηκε στο πλευρό του πατέρα του, υποτάσσοντας το Αλμπιζουά, τη Poνέργκ και την Οβέρν. Ήταν… … Dictionary of Greek